κατοπτεύσει

κατοπτεύσει
κατόπτευσις
observation
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
κατοπτεύσεϊ , κατόπτευσις
observation
fem dat sg (epic)
κατόπτευσις
observation
fem dat sg (attic ionic)
κατοπτεύω
spy out
aor subj act 3rd sg (epic)
κατοπτεύω
spy out
fut ind mid 2nd sg
κατοπτεύω
spy out
fut ind act 3rd sg
κατοπτεύω
spy out
aor subj act 3rd sg (epic)
κατοπτεύω
spy out
fut ind mid 2nd sg
κατοπτεύω
spy out
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”